βαρύψυχος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ον,
A heavy of soul, dejected, S.Aj.319, Cat.Cod.Astr.7.198.
German (Pape)
[Seite 435] ἀνήρ, schwermüthig, mißmüthig, Soph. Ai. 312.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l’esprit accablé ou abattu ; pusillanime.
Étymologie: βαρύς, ψυχή.
Spanish (DGE)
(βᾰρύψῡχος) -ον
de espíritu pusilánime, ἀνήρ S.Ai.319, cf. Cat.Cod.Astr.7.198.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM βαρύψυχος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
βαρύσωμος
αρχ.
βαρύθυμος, σκυθρωπός.
Greek Monotonic
βᾰρύψῡχος: -ον (ψυχή), βαρύθυμος, αποκαρδιωμένος, απελπισμένος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
βαρύψῡχος: павший духом, малодушный (ἀνήρ Soph.).
Middle Liddell
ψυχή
heavy of soul, dejected, Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρύψυχος -ον βαρύς, ψυχή zwaarmoedig, droevig.