γαλακτουργός
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
όν,
A making milkdishes, Parmenion ap.Ath.13.608a.
German (Pape)
[Seite 471] ὁ, der Milchspeisen bereitet, bei Ath. XIII, 608 a.
Greek (Liddell-Scott)
γαλακτουργός: -όν, ὁ παρασκευάζων ἐδέσματα ἐκ γάλακτος, Παρμενίδ. παρ’ Ἀθην. 608Α. ― γαλακτουργία, ἡ, ἴδε Λεξ. Κουμ.
Spanish (DGE)
-όν que hace lacticinios ἄνδρες Parmenio en Ath.608a.
Greek Monolingual
γαλακτουργός, ο (Α)
αυτός που παρασκευάζει φαγητά ή γλυκά με γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα(-κτος) + -ουργός < έργον (πρβλ. ξυλουργός, ταλασιουργός)].