δρώπτω
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
English (LSJ)
A = διακόπτω ἢ διασκοπῶ, A.Fr.278.
German (Pape)
[Seite 670] (δρέπω), = διακόπ τω, Aesch. frg. 259.
Greek (Liddell-Scott)
δρώπτω: διακόπτω ἤ διασκοπῶ, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 272) παρ’ Ἡσύχ.· καὶ δρωπάζω ἀναφέρεται ἐν Α. Β. 549· πρβλ. δράω, δρῶ (Β).
Spanish (DGE)
examinar A.Fr.278, cf. δρωπάζω.
• Etimología: Dud.: ¿cruce de δέρκομαι y ὄπωπα? ¿Deriv. de δρώψ?