δυσκάθαρτος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
[κᾰ], ον,
A hard to purify, Ph.1.239, al.; hard to purge, πνεύματα Plu.2.991b, cf. Dsc.5.69. II hard to satisfy by purification or atonement, δ. Ἅιδου λιμήν, of the house of the Labdacidae in which murders never ceased, S.Ant. 1284 (lyr.); δαίμων Ar.Pax1250.
German (Pape)
[Seite 681] schwer zu reinigen; πνεῦμα Plut. Gryll. 8; – schwer auszusöhnen, nicht durch Sühnopfer zu besänftigen, Ἅιδου λιμήν Soph. Ant. 1270; δαίμων Ar. Pax 1250.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκάθαρτος: -ον, δυσκόλως καθαιρόμενος, Πλούτ. 2. 991Β. ΙΙ. δυσκόλως διὰ καθαρμῶν ἐξιλεούμενος, Λατ. inexpiabilis, δ. Ἅιδου λιμήν, ἐπὶ τοῦ οἴκου τῶν Λαβδακιδῶν, ἐν ᾧ οὐδέποτε ἔληξαν οἱ φόνοι, Σοφ. Ἀντ. 1284· δαίμων Ἀριστοφ. Εἰρ. 1250.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 difficile à purifier;
2 difficile à fléchir par des expiations, càd qui exige victime sur victime.
Étymologie: δυσ-, καθαίρω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-κᾰ-]
1 de divinidades difícil de aplacar o eludir mediante purificación, implacable, ineludible, funesto ᾍδου λιμήν S.Ant.1284, ὦ δυσκάθαρτε δαῖμον ¡oh destino implacable! Ar.Pax 1250.
2 difícil de purificar, impuro ἄγη δ. Ph.2.555, γνώμη Chrysipp.Stoic.3.168, ψυχή Ph.Prou. en Eus.PE 8.14.40, de pers. δ. καὶ μιαρός Ph.2.298 (p.148), cf. 1.274, 345, 428.
3 medic. difícil de purgar πνεύματα Plu.2.991b, τὰ ἐν τοῖς ἕλκεσι δυσκάθαρτα Aët.15.13, de pers. αἱ ἐκ τοκετοῦ δυσκάθαρτοι Dsc.5.69, cf. Gal.15.539.
Greek Monolingual
δυσκάθαρτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα καθαρίζεται
2. αυτός που δύσκολα εξιλεώνεται.
Greek Monotonic
δυσκάθαρτος: -ον (καθαίρω), αυτός που είναι δύσκολο να εξιλεωθεί μέσω εξαγνισμού ή καθαρμών, σε Σοφ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δυσκάθαρτος:
1) с трудом поддающийся очищению (πνεύματα Plut.);
2) неумолимый (Ἃιδου λιμήν Soph.; δαίμων Arph.).
Middle Liddell
δυσ-κάθαρτος, ον καθαίρω
hard to satisfy by purification or atonement, Soph., Ar.