δυσπαραμύθητος

From LSJ
Revision as of 22:50, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαραμύθητος Medium diacritics: δυσπαραμύθητος Low diacritics: δυσπαραμύθητος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΜΥΘΗΤΟΣ
Transliteration A: dysparamýthētos Transliteration B: dysparamythētos Transliteration C: dysparamythitos Beta Code: dusparamu/qhtos

English (LSJ)

[μῡ], ον,

   A hard to appease, Pl.Ti.69d, Plu.Mar.45.    II admitting no consolation, συμφορά, πάθος, J.AJ2.9.2, Poll.3.101.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu trösten, Plat. Tim. 69 d; schwer zu beruhigen, zu stillen, ἔρως Plut. Mar. 45; πάθος Poll. 3, 101.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαραμύθητος: -ον, δυσκολοπαρηγόρητος, Πλάτ. Τιμ. 69D, Πλούτ. Μαρ. 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à calmer (par des exhortations).
Étymologie: δυσ-, παραμυθέομαι.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de apaciguar θυμός Pl.Ti.69d, ἔρως Plu.Mar.45
difícil de mitigar ὀδύνη Gal.14.748.
2 que no admite consuelo, inconsolable συμφορά I.AI 2.208, πένθος IAE 36.13 (I d.C.), πάθος Poll.3.101.

Greek Monolingual

-η -ο (AM δυσπαραμύθητος, -ον)
αυτός που δύσκολα παρηγοριέται («δυσπαραμύθητον πάθος»)
αρχ.
αυτός που δύσκολα καθησυχάζει.

Greek Monotonic

δυσπαραμύθητος: -ον, αυτός που δύσκολα παρηγορείται, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπαραμύθητος: (μῡ) с трудом поддающийся уговорам, не слушающий убеждения (θυμός Plat.; ἔρως τινός Plut.).

Middle Liddell

δυσ-παραμύθητος, ον
hard to appease, Plut.