καθοσιόω

From LSJ
Revision as of 20:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθοσιόω Medium diacritics: καθοσιόω Low diacritics: καθοσιόω Capitals: ΚΑΘΟΣΙΟΩ
Transliteration A: kathosióō Transliteration B: kathosioō Transliteration C: kathosioo Beta Code: kaqosio/w

English (LSJ)

   A dedicate, ἄγαλμα Poll.1.11, cf. OGI 383.109, al. (Commagene, i B. C.), SIG799.6 (Cyzicus, i A. D.):—Med., ὃν τοῖσδε βωμοῖς θεὰ καθωσιώσατο E.IT1320:—Pass., ἐπεὶ δὲ βωμῷ πόπανα καὶ προθύματα καθωσιώθη Ar.Pl.661, cf. D.H.2.23; καθωσιωμένος τινί devoted, of a person, Hdn.7.6.4; -ωμένοι νόμοι Ph.2.581; στρατιῶται Just.Edict.13.9.    2 betroth, J.BJ1.24.5.    3 κ. πόλιν καθαρμοῖς purify, Plu.Sol.12.

German (Pape)

[Seite 1289] heiligen, weihen, opfern, πόπανα καὶ θύματα καθωσιώθη Ar. Plut. 660, Sp., wie D. Hal. 2, 23; auch im med., Eur. I. T. 4320; sich weihen, τινί, z. B. φίλτατόν τε ὄντα καὶ καθωσιωμένον τῷ Μαξιμίνῳ Hdn. 7, 6, 10; – reinigen, τὴν πόλιν καθαρμοῖς Plut. Sol. 12.

Greek (Liddell-Scott)

καθοσιόω: ὡς τὸ καθιερόω, ἀνατίθημι, ἀφιερῶ, ἄγαλμα Πολυδ. Α΄, 11: - Μέσ., ὃν θεῷ καθωσιώσατο Εὐρ. Ι. Τ. 1320: Παθ., ἐπεὶ δὲ βωμῷ πόπανα καὶ προθύματα καθωσιώθη Ἀριστοφ. Πλ. 661, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 23· καθωσιωμένος τινί, ἀφωσιωμένος εἴς τινα, ἐπὶ προσώπων, Ἡρῳδιαν. 7. 6, πρβλ. Εὐστ. Ἱστ. Ἐκκλ. 9. 1. 2) καθ. πόλιν καθαρμοῖς, ἁγνίζειν, Πλουτ. Σόλων 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 consacrer, offrir en sacrifice;
2 sanctifier, purifier, acc.;
Moy. καθοσιόομαι-οῦμαι faire consacrer pour soi.
Étymologie: κατά, ὁσιόω.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθοσιόω:
1) посвящать, обрекать в жертву: ὃν τοῖσδε βωμοῖς θεὰ καθωσιώσατο Eur. его (Ореста) богиня (Артемида) обрекла себе в жертву (для заклания) на этих алтарях; ἐπεὶ δὲ βωμῷ πόπανα καὶ προθύματα καθωσιώθη Arph. когда жертвенные пироги и подношения будут возложены на алтарь;
2) культ. очищать (τὴν πόλιν καθαρμοῖς Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-οσιόω wijden, voor de goden acceptabel maken:; κ. πόλιν καθαρμοῖς een stad ritueel reinigen Plut. Sol. 12.9; med.: ὅν... θεᾷ καθωσιώσατο (de man) die zij aan de godin heeft gewijd Eur. IT 1320.