καταλαγχάνω

From LSJ
Revision as of 18:15, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλαγχάνω Medium diacritics: καταλαγχάνω Low diacritics: καταλαγχάνω Capitals: ΚΑΤΑΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: katalanchánō Transliteration B: katalanchanō Transliteration C: katalagchano Beta Code: katalagxa/nw

English (LSJ)

   A hold possession of, Χῶρον dub. l. in Ael.NA9.35.

German (Pape)

[Seite 1358] (s. λαγχάνω), durch's Loos erhalten, Ael. H. A. 9, 35, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

καταλαγχάνω: διὰ κλήρου καταλαμβάνω, τι Αἰλ. π. Ζ. 9. 35.

French (Bailly abrégé)

obtenir par le sort.
Étymologie: κατά, λαγχάνω.

Greek Monolingual

καταλαγχάνω (Α)
καταλαμβάνω κάτι με κλήρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λαγχάνω «λαμβάνω ως μερίδιο διά κλήρου»].