καταμαίνομαι
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
aor. Pass. -εμάνην [ᾰ],
A do mad acts against, τῶν Ἰουδαίων Ph.2.542, cf. J.BJ7.8.1.
German (Pape)
[Seite 1362] dagegen toben, rasen, τινός, gegen Einen, Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταμαίνομαι: παθ. ἀόρ. -εμάνην ᾰ, ἐνεργῶ ὡς μαινόμενος ἐναντίον τινός, τινος Φίλων 2. 542, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 1.
Greek Monolingual
καταμαίνομαι (Α)
κατέχομαι από μανία, ενεργώ ως μαινόμενος εναντίον κάποιου.