κόνισις

From LSJ
Revision as of 17:26, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόνῑσις Medium diacritics: κόνισις Low diacritics: κόνισις Capitals: ΚΟΝΙΣΙΣ
Transliteration A: kónisis Transliteration B: konisis Transliteration C: konisis Beta Code: ko/nisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A exercise in the arena, δρόμου… καὶ πάλης καὶ κονίσεως (v.l. κινήσεως) Arist.Cael.292a26.    II f.l. for κόμμωσις (q. v.), Id.HA623b31.

German (Pape)

[Seite 1481] ἡ, bei Arist. H. A. 9, 40 A., v. l. κώνησις, Wachsanstrich des Bodens in den Bienenstöcken, = κήρωσις. Man vermuthet κονίασις.

Greek (Liddell-Scott)

κόνῑσις: -εως, ἡ, ἄσκησις ἐν τῇ κονίστρᾳ (ἴδε κονίστρα 2), δρόμου... καὶ πάλης καὶ κονίσεως (διάφ. γραφ. κινήσεως) Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 12, 7. ΙΙ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6 (ἔνθα ὑπάρχουσι οὐκ ὀλίγαι διάφοροι γραφαί), διορθωτέον πιθανῶς κόμμωσις ἐκ τοῦ Πλινίου.

Greek Monolingual

κόνισις, ἡ (Α) κονίω
άσκηση στην κονίστρα της παλαίστρας.

Russian (Dvoretsky)

κόνισις: εως ἡ посыпание тела песком (чтобы при состязании оно не скользило в руках противника) Arst.