λινόζευκτος

From LSJ
Revision as of 09:10, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόζευκτος Medium diacritics: λινόζευκτος Low diacritics: λινόζευκτος Capitals: ΛΙΝΟΖΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: linózeuktos Transliteration B: linozeuktos Transliteration C: linozefktos Beta Code: lino/zeuktos

English (LSJ)

δεσμός

   A flaxen bond, Opp.H.4.79.

German (Pape)

[Seite 49] mit flächsenen Fäden verbunden, δεσμός, Opp. Hal. 4, 79.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόζευκτος: -ον, συνδέων διὰ λινῶν σχοινίων, Ὀππ. Ἁλ. 4. 79.

Greek Monolingual

λινόζευκτος, -ον (Α)
συνδεδεμένος με λινές κλωστές («λινόζευκτος δεσμός», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ζευκτος (< ζεύγνυμι), πρβλ. αμφί-ζευκτος, τετρά-ζευκτος].