λιθοκάρδιος

From LSJ
Revision as of 15:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοκάρδιος Medium diacritics: λιθοκάρδιος Low diacritics: λιθοκάρδιος Capitals: ΛΙΘΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: lithokárdios Transliteration B: lithokardios Transliteration C: lithokardios Beta Code: liqoka/rdios

English (LSJ)

ον,

   A stony-hearted, Sch.E.Or.121.

German (Pape)

[Seite 45] mit steinernem Herzen, ἄνθρωπος, Schol. Eur. Or. 121; K. S..

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων λιθίνην καρδίαν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 121, Ἐκκλ. - οὐσιαστ., λιθοκαρδία, ἡ, Γερμ. Κων/πόλεως σ. 688, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

λιθοκάρδιος, -ον (AM)
σκληρόκαρδος
μσν.
μτφ. ξεροκέφαλος, αναίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κάρδιος (< -καρδία), πρβλ. θρασυ-κάρδιος, μελανο-κάρδιος].