νεόχμωσις

From LSJ
Revision as of 09:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόχμωσις Medium diacritics: νεόχμωσις Low diacritics: νεόχμωσις Capitals: ΝΕΟΧΜΩΣΙΣ
Transliteration A: neóchmōsis Transliteration B: neochmōsis Transliteration C: neochmosis Beta Code: neo/xmwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A innovation, Hsch.: in pl., strange phenomena, Arist.Mu.397a20.    2 renovation, δυνάμιος Aret.CA2.3; renewal, ἐπιπλασμάτων ib.1.10.

German (Pape)

[Seite 246] ἡ, Erneuerung, Herstellung, Arist. de mund. 5, 10 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεόχμωσις: ἡ, νεωτερισμός, Ἡσύχ.· ἐν τῷ πληθ., παράδοξοι νεοχμώσεις, παράδοξα φαινόμενα, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 10. 2) ἀνανέωσις, δυνάμιος Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 3.

Greek Monolingual

νεόχμωσις, ἡ (Α) [[[νεοχμώ]] (II)]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νεοχμώ, μεταρρυθμιστική τάση, νεωτεριστική ενέργεια
2. οτιδήποτε εμφανίζεται πρόσφατα, η αλλαγή, η μεταρρύθμιση
3. ανανέωση.

Russian (Dvoretsky)

νεόχμωσις: εως ἡ новость, (необычное) явление Arst.