νηνέω

From LSJ
Revision as of 09:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηνέω Medium diacritics: νηνέω Low diacritics: νηνέω Capitals: ΝΗΝΕΩ
Transliteration A: nēnéō Transliteration B: nēneō Transliteration C: nineo Beta Code: nhne/w

English (LSJ)

(prob. a corruption of νηέω),

   A heap, v.l. in Il.23.139: also in compds. ἐπι-, παρα-νηνέω.

Greek (Liddell-Scott)

νηνέω: ὡς τὸ νηέω, ἐκτεταμένος Ἐπικὸς τύπος τοῦ νέω (Δ), παρ, Ὁμήρ. μόνον ὡς διάφορ. γραφ., πλὴν ἐν τοῖς συνθέτοις ἐπι-, παρα-νηνέω, ἴδε Ἰλ. Ψ. 139.

Greek Monolingual

νηνέω (Α)
(εκτεταμένος επικ. τ.) σωρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένο ενεστ. που έχει σχηματιστεί πιθ. με αττ. διπλασιασμό από το ρ. νέω (III). Ο τ. απαντά στον πρτ. ἐνήνεον και, κατ' άλλους, πρόκειται για εσφ. μορφή του νήεον].

Frisk Etymological English

Meaning: heap (up)
See also: s. 3. -νέω.

{{FriskDe |ftr=νηνέω: {nēnéō}
Meaning: häufen
See also: s. 3. [[-νέω.
Page 2,315 }}