Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παιδοβόρος

From LSJ
Revision as of 11:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδοβόρος Medium diacritics: παιδοβόρος Low diacritics: παιδοβόρος Capitals: ΠΑΙΔΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: paidobóros Transliteration B: paidoboros Transliteration C: paidovoros Beta Code: paidobo/ros

English (LSJ)

ον,

   A child-eating, μόχθοι π., of Thyestes, A.Ch.1068 (anap., Aurat. for παιδόμοροι), cf. Nonn.D.21.120.

German (Pape)

[Seite 440] Kinder verzehrend, Aesch. Ch. 1064, nach Staul. Em. für παιδόμορος, vom Thyestes; Nonn. D. 21, 120.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοβόρος: -ον, ὁ τοὺς παῖδας βιβρώσκων, μόχθοι π., ἐπὶ τοῦ Θυέστου, Αἰσχύλ. Χο. 1068 (κατὰ τὸν Aurat. ἀντὶ παιδομόροι), Νόνν. Δ. 21. 120· πρβλ κουροβόρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dévore les enfants.
Étymologie: παῖς, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

παιδοβόρος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει παιδιά («παιδοβόροι μόχθοι Θυέστου», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο-βόρος].

Greek Monotonic

παιδοβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που τρώει παιδιά, μόχθοι, παιδοβόροι, λέγεται για το Θυέστη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

παιδοβόρος: пожирающий детей: παιδοβόροι μόχθοι (sc. Θυέστου) Aesch. муки Тиеста, которого накормили мясом собственных детей.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδοβόρος -ον [παῖς, βιβρώσκω] kinderen etend.

Middle Liddell

παιδο-βόρος, ον, βιβρώσκω
child-eating, μόχθοι π., said of Thyestes, Aesch.