παναίσυλος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον,
A all-impious, Hsch. (-αίγ- cod.).
German (Pape)
[Seite 456] ganz frevelhaft, Hesych., wo falsch παναίγυλος steht.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰναίσῠλος: -ον, «παγκάκουργος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
παναίσυλος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «παγκάκουργος», εντελώς ασεβής, ασεβέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἴσυλος «κακούργος, εγκληματίας»].