παρακαταπήγνυμι

From LSJ
Revision as of 13:41, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαταπήγνυμι Medium diacritics: παρακαταπήγνυμι Low diacritics: παρακαταπήγνυμι Capitals: ΠΑΡΑΚΑΤΑΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: parakatapḗgnymi Transliteration B: parakatapēgnymi Transliteration C: parakatapignymi Beta Code: parakataph/gnumi

English (LSJ)

   A drive in alongside, σταυρούς Th.4.90; ξύλα μακρά Thphr.HP8.3.2.

German (Pape)

[Seite 481] (s. πήγνυμι), daneben, dabei befestigen; σταυροὺς παρακαταπηγνύντας, Thuc. 4, 90; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαταπήγνυμι: ἐμπήγω κατὰ σειράν, ἐκ παραλλήλου, σταυροὺς παρακαταπηγνύντας Θουκ. 4. 90· ἐὰν παρακαταπήξῃ τις ξύλα μακρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 2.

French (Bailly abrégé)

ficher auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, καταπήγνυμι.

Greek Monolingual

Α
μπήγω κάτι κοντά σε άλλο στη σειρά («σταυροὺς παρακαταπηγνύοντες», Θουκ.).

Greek Monotonic

παρακαταπήγνυμι: μέλ. -καταπήξω, οδηγώ κατά μήκος, κατευθύνω παράλληλα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

παρακαταπήγνῡμι: вколачивать рядом или вдоль (σταυρούς Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καταπήγνῡμι in de grond slaan naast.

Middle Liddell

fut. -καταπήξω
to drive in alongside, Thuc.