παρακεκομμένως

From LSJ
Revision as of 18:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακεκομμένως Medium diacritics: παρακεκομμένως Low diacritics: παρακεκομμένως Capitals: ΠΑΡΑΚΕΚΟΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: parakekomménōs Transliteration B: parakekommenōs Transliteration C: parakekommenos Beta Code: parakekomme/nws

English (LSJ)

Adv.

   A briefly, v.l. for περικ- in Sch.Luc.Lex.3.

German (Pape)

[Seite 482] adv. part. perf. pass. von παρακόπτω, zusammengedrängt, kurz, Luc. Lexiph. 4.

Greek (Liddell-Scott)

παρακεκομμένως: Ἐπίρρ., συντόμως, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 4.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με συντομία, συντόμως, βραχέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρακεκομμένος του παρακόπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].