παροδικός
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ή, όν,
A of a πάροδος 111.2, Arg.A.Pers., cj. in D.H.Dem.54 ; = παρόδῳ χρώμενος, Hsch. 2 Astron., π. ἀποκατάστασις restoration of a transit, i. e. complete revolution, Procl. Hyp.1.30. II transient, brief, ἀποδημία Vett. Val. 98.26. Adv. -κῶς in passing, Id.171.17, Pall. in Hp. Fract.1. III Astrol., according to chronocratory, opp. κατὰ γένεσιν, Vett. Val. 100.29. Adv.-κῶς ib.26.
German (Pape)
[Seite 524] ή, όν, zur πάροδος gehörig, Scholl., s. Argum. Aesch. Pers.; – vorübergehend, Sp., auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
παροδικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς πάροδον (ΙΙΙ. 2), Ὑπόθεσις εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. ΙΙ. ὁ παρερχόμενος, «περαστικός», πρόσκαιρος, Βασίλ. τ. 1, σ. 149: Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀνδρ. Κρήτ. 158Β, κλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l’entrée ; παροδικὸν μέλος ESCHL vers que chantait le chœur à son arrivée sur la scène.
Étymologie: πάροδος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παροδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πάροδος
περαστικός, πρόσκαιρος, προσωρινός, αυτός που περνάει γρήγορα
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάροδο, δηλ. στην είσοδο του χορού στην ορχήστρα («παροδικὸν μέλος» — άσμα που άδει πρώτο ο χορός, Αισχύλ.)
2. αστρολ. ο σύμφωνος προς την χρονοκρατορία
3. (κατά τον Ησύχ.) «παρόδῳ χρώμενος»
4. φρ. «παροδική αποκατάστασις» — η αποκατάσταση ουράνιου σώματος στην πρώτη θέση ύστερα από μια πλήρη περιφορά.
επίρρ...
παροδικώς και παροδικά / παροδικῶς ΝΜΑ
κατά τρόπο παροδικό, πρόσκαιρα, διαβατικά, εν παρόδω («ὅτι παροδικῶς ἐπιφοιτῶμεν τῇ παρούση ζωῇ», Γρηγ. Νύσσ.)
αρχ.
αστρολ. σύμφωνα με την χρονοκρατορία.
Russian (Dvoretsky)
παροδικός: пародический, исполняемый во время выхода трагического хора (μέλος) arg. ad Aesch.