παρευδιάζομαι

From LSJ
Revision as of 01:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρευδῐάζομαι Medium diacritics: παρευδιάζομαι Low diacritics: παρευδιάζομαι Capitals: ΠΑΡΕΥΔΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: pareudiázomai Transliteration B: pareudiazomai Transliteration C: parevdiazomai Beta Code: pareudia/zomai

English (LSJ)

   A live at peace with one's neighbours, Plb.4.32.5.

German (Pape)

[Seite 519] = παρευδιάω, Pol. 4, 32, 5, ἦγον τὴν εἰρήνην ἀεὶ παρευδιαζόμενοι.

Greek (Liddell-Scott)

παρευδιάζομαι: ζῶ ἡσύχως μεταξὺ ἄλλων, ἦγον τὴν εἰρήνην παρευδιαζόμενοι Πολύβ. 4. 32, 5.

Greek Monolingual

Α
ζω ήρεμα και αρμονικά με τους γείτονες μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εὐδιάζω / -ομαι «γαληνεύω, ησυχάζω»].

Russian (Dvoretsky)

παρευδιάζομαι: жить безмятежно, наслаждаться покоем: ἦγον τὴν εἰρήνην ἀεὶ παρευδιαζόμενοι Polyb. (мессенцы) всегда наслаждались безмятежным миром.