πεντακοσιόδραχμος

From LSJ
Revision as of 08:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντᾰκοσιόδραχμος Medium diacritics: πεντακοσιόδραχμος Low diacritics: πεντακοσιόδραχμος Capitals: ΠΕΝΤΑΚΟΣΙΟΔΡΑΧΜΟΣ
Transliteration A: pentakosiódrachmos Transliteration B: pentakosiodrachmos Transliteration C: pentakosiodrachmos Beta Code: pentakosio/draxmos

English (LSJ)

ον,

   A consisting of 500 δραχμαί, ἔρανος SIG 1215.6 (Myconos).

Greek (Liddell-Scott)

πεντακοσιόδραχμος: ἔρανος, Ἐπιγρ. Μυκόνου, Ἀθην. τ. Β΄, σ. 235.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντακοσιόδραχμος, -ον, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από 500 δραχμές
νεοελλ.
1. αυτός που αξίζει πεντακόσιες δραχμές
2. το ουδ. ως ουσ. το πεντακοσιόδραχμο
χαρτονόμισμα αξίας πεντακοσίων δραχμών, πεντακοσάρικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσιοι, -αι, -α + -δραχμος (< δραχμή), πρβλ. δί-δραχμος].