περίνεος

From LSJ
Revision as of 11:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίνεος Medium diacritics: περίνεος Low diacritics: περίνεος Capitals: ΠΕΡΙΝΕΟΣ
Transliteration A: períneos Transliteration B: perineos Transliteration C: perineos Beta Code: peri/neos

English (LSJ)

ὁ,

   A space between the anus and scrotum, Hp.Art.71,77, Aph.4.80, Arist.HA493b9 ; male genital organs, Id.GA716a33 (v.l. -ναίους), 766a5 : Gal.19.130 has περινῷ· περινέῳ, Hsch. περίνα· περίναιον, τὸ αἰδοῖον, and περίνος· τὸ αἰδοῖον.

German (Pape)

[Seite 583] ὁ, auch π ερίναιος, = Vorigem, μ ηροῦ ἢ γλουτοῦ τὸ ἐντός, Arist. H. A. 1, 14, vgl.; Poll. 2, 173; de gen. anim. 1, 2. 4, 1, wo es gradezu das männliche Glied zu bedeuten scheint.

Greek (Liddell-Scott)

περίνεος: ὁ, τὸ μεταξὺ τῆς ἕδρας καὶ τῶν ὄρχεων διάστημα, Ἱππ. 833Η, 834G, 837B, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 14, 2, π. Ζ. Γεν. 1. 2. 7., 4. 1, 31· - παρ’ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 1252Ε, κ. ἀλλ., φέρεται περιτόναιον, δηλ. περίναιον· ἐνίοτε παρὰ Γαληνῷ ὡσαύτως περινός· πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. περίνα, Σουΐδ. ἐν λέξ. πέριλος. - Ἰδὲ Κόντον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ τ. Ε΄, σ. 146.

Greek Monolingual

και περίναιος, ὁ, Α
βλ. περίνεο(ν).

Russian (Dvoretsky)

περίνεος: ὁ анат. промежность Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίνεος -ου, ὁ [περί, ἰνέω] anat. perineum.