περιμαρμαίρω
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A sparkle all round, Q.S.5.114.
German (Pape)
[Seite 582] rings umher funkeln, Qu. Sm. 5, 114.
Greek (Liddell-Scott)
περιμαρμαίρω: ἀκτινοβολῶ ὁλόγυρα, Κόϊντ. Σμ. 5. 114.
Greek Monolingual
Α
ακτινοβολώ ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μαρμαίρω «λάμπω, ακτινοβολώ»].