πρασίτης
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
[ῑ] οἶνος, ὁ, wine
A flavoured with horehound, v.l. in Dsc. 5.48. II πρᾰσῖτις, ιδος, ἡ, a precious stone, prob. emerald (from πράσον, leek-green), Thphr.Lap.37.
German (Pape)
[Seite 694] ὁ, fem. πρασῖτις, dem Lauch an Farbe ähnlich, Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾰσίτης: οἶνος, ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος διὰ πρασίου, Διοσκ. 5. 58· ἀλλά, ΙΙ. πρασῖτις, ιδος, ἡ, πολύτιμός τις λίθος, πιθ. ἡ σμάραγδος (ἐκ τοῦ πράσον, ἔχουσα τὸ χρῶμα τοῦ πράσου), Θεοφρ. π. Λίθ. 37.
Greek Monolingual
ὁ, Α
κρασί που περιέχει πράσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράσιον + επίθημα -της].