προάπτω
From LSJ
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
English (LSJ)
A light, kindle before, Hld.1.12.
German (Pape)
[Seite 709] vorher anzünden, Hel. 1, 12, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
προάπτω: ἀνάπτω πρότερον, Ἡλιόδ. 1. 12.
Greek Monolingual
Α
ανάβω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἅπτω «ανάβω»].