πρηδών

From LSJ
Revision as of 12:20, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρηδών Medium diacritics: πρηδών Low diacritics: πρηδών Capitals: ΠΡΗΔΩΝ
Transliteration A: prēdṓn Transliteration B: prēdōn Transliteration C: pridon Beta Code: prhdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, (πρήθω)

   A swelling, Nic.Th.365 (pl.); αἱ τῆς φλεγμονῆς π., of intestinal distension, Aret.CA1.1.

German (Pape)

[Seite 699] όνος, ἡ, Brand, entzündliche Geschwulst, Nic. Ther. 365 u. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πρηδών: -όνος, ἡ, (πρήθω) φλόγωσις, φλεγμονή, Νικ. Θηρ. 365, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θραπευτ. 1. 1.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
1. φλεγμονή, πρήξιμο
2. φρ. «αἱ τῆς φλεγμονικῆς πρηδόνες» — λέγεται προκειμένου για εντερική διάταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη- του πίμ-πρη-μι + επίθημα -δών, το οποίο απαντά και σε άλλες ονομ. ασθενειών (πρβλ. σηπε-δών, σπα-δών)].

Frisk Etymological English

πρήθω (ἐνέπρηθον), πρηστήρ a.o.
See also: s. πίμπρημι.

Frisk Etymology German

πρηδών: πρήθω (ἐνέπρηθον), πρηστήρ u.a.
{prēdṓn}
See also: s. πίμπρημι.
Page 2,594