σιτοδότης

From LSJ
Revision as of 14:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοδότης Medium diacritics: σιτοδότης Low diacritics: σιτοδότης Capitals: ΣΙΤΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: sitodótēs Transliteration B: sitodotēs Transliteration C: sitodotis Beta Code: sitodo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A furnisher of corn, CIG2804 (Aphrodisias). Man.5.308.

German (Pape)

[Seite 885] ὁ, Getreidegeber, -zutheiler, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοδότης: -ου, ὁ, ὁ παρέχων σῖτον, τροφοδότης, ὡς τὸ σιτομέτρης, Συλλ. Ἐπιγρ. 2804, Μανέθων 5. 308.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui distribue du blé.
Étymologie: σῖτος, δίδωμι.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
αυτός που μοιράζει σιτάρι δωρεάν
μσν.-αρχ.
αυτός που μοιράζει στους στρατιώτες τις μερίδες της τροφής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο-δότης, τροφο-δότης.

Greek Monotonic

σῑτοδότης: -ου, ὁ (δί-δωμι), αυτός που παρέχει σιτηρά, επισιτιστής, διανομέας τροφών.

Middle Liddell

σῑτο-δότης, ου, ὁ, δίδωμι
a furnisher of corn.