συμβουλία

From LSJ
Revision as of 14:00, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβουλία Medium diacritics: συμβουλία Low diacritics: συμβουλία Capitals: ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ
Transliteration A: symboulía Transliteration B: symboulia Transliteration C: symvoulia Beta Code: sumbouli/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A advice or counsel given, esp. in public affairs, Hdt.3.125, 4.97, al., X.Mem.1.3.4, Cyr.1.6.2; ἡ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ σ. Arist.Pol.1284a27; advice of an oracle, ἡ τοῦ Ἀπόλλωνος σ. SIG633.19 (Milet., ii B.C.), cf. 590.14 (ibid., ii B.C.): pl., counsels, X.Cyr.1.6.2, D.19.5, etc.    II counsel, consultation, λαβεῖν τινα εἰς σ. Men.Mon.355.    III prescription, recipe for a charm, Cyran.16.

German (Pape)

[Seite 980] ἡ, ion. συμβουλίη, Rath; Her. 4, 97. 7, 135 u. öfter; Plat. Legg. XII, 965 a; Xen. Mem. 1, 3, 4; Sp., wie Pol. 5, 12, 6.

Greek (Liddell-Scott)

συμβουλία: ἡ, Ἰων -ίη, ἡ, συμβουλὴ ἢ συμβουλὴ δοθεῖσα, μάλιστα περὶ δημοσίων πραγμάτων, Ἡρόδ. 3. 1, 125., 4. 97, κ. ἀλλαχ., Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 4· ἡ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ σ. Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 16· ἐν τῷ πληθ., συμβουλαί, νουθεσίαι, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 2, Δημ. 342. 29. ΙΙ. σύσκεψις, λαβεῖν τινα εἰς σ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 355. Πρβλ. συμβουλή.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
conseil.
Étymologie: σύμβουλος.

English (Slater)

συμβουλία
   1 advice τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' Ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 3.

Greek Monolingual

και συμβουλεία και ιων. τ. συμβουλίη, ἡ, ΜΑ σύμβουλος / συμβουλεύω
σύσκεψη, ανταλλαγή απόψεων και υποδείξεων
αρχ.
1. συμβουλή για δημόσια πράγματα («ἡ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ συμβουλία», Αριστοτ.)
2. χρησμός
3. παράγγελμα.

Greek Monotonic

συμβουλία: Ιων. -ίη, (βουλή), συμβουλή ή παραίνεση που έχει παρασχεθεί, σε Ηρόδ., Ξεν.· στον πληθ., συμβουλές, νουθεσίες, ορμήνειες, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συμβουλία: ион. συμβουλίη ἡ Her., Xen., Arst., Dem., Men. = συμβουλή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβουλία -ας, ἡ, ook ξυμβουλία, Ion. συμβουλίη [σύμβουλος] raad(geving), advies; met dat. aan iem.

Middle Liddell

συμ-βουλία, ἡ, βουλή
advice or counsel given, Hdt., Xen.; in pl. counsels, Xen.

English (Woodhouse)

advice

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)