συνανακλίνομαι
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
English (LSJ)
[ῑ], Pass.,
A lie down along with, esp. in bed or at table, μετά τινος Luc. Asin.3; = concubo, Gloss.
German (Pape)
[Seite 999] pass., sich mit oder zugleich legen, besonders zu Tische; Luc. asin. 3; Eumath. 1 p. 16.
Greek (Liddell-Scott)
συνανακλίνομαι: [ῑ], παθ., πλαγιάζω ὁμοῦ μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ τῆς κλίνης ἢ παρὰ τὴν τράπεζαν, τινι Κλήμ. Ἀλ. 271· μετά τίνος Λουκ. Λούκ. ἢ Ὄν. 3.
Greek Monolingual
ΜΑ
ξαπλώνω στο κρεβάτι ή δίπλα στο τραπέζι μαζί με άλλον
αρχ.
ενεργ. συνανακλίνω
βάζω κάποιον να ξαπλώσει μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνακλίνομαι «είμαι ξαπλωμένος»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ανακλίνομαι samen aanliggen; met μετά + gen.
Russian (Dvoretsky)
συνανακλίνομαι: (λῑ) возлежать рядом (за столом) (μετά τινος Luc.).