τανυσίπτερος

From LSJ
Revision as of 01:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνῠσίπτερος Medium diacritics: τανυσίπτερος Low diacritics: τανυσίπτερος Capitals: ΤΑΝΥΣΙΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: tanysípteros Transliteration B: tanysipteros Transliteration C: tanysipteros Beta Code: tanusi/pteros

English (LSJ)

ον,

   A = τανύπτερος, ὄρνιθες Od.5.65, cf. Hes.Op. 212, Alc.84; κίχλαι Od.22.468; ἀλκυόνες Ibyc.8; οἰωνός h.Merc. 213; χελιδών Ar.Av.1411 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1067] = τανύπτερος; ὄρνιθες, κίχλαι, Od. 5, 65. 22, 468; οἰωνός, H. h. Merc. 213; ὄρνις, Hes. O. 214 Th. 525; Ar. Av. 1412. 1415; δίκα, Mesomed. 1.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνῠσίπτερος: -ον, = τανύπτερος, τανυπτέρυξ, ὄρνιθες Ὀδ. Ε. 65, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 210· κίχλαι Ὀδ. Χ. 468· ἀλκυόνες Ἴβυκ. 7· οἰωνὸς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 213· χελιδὼν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1411.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τανυπτέρυξ.

English (Autenrieth)

broad-winged, Od. 5.65 and Od. 22.468.

Greek Monolingual

-ον, ΝΜΑ
βλ. τανύπτερος.

Greek Monotonic

τᾰνῠσίπτερος: -ον (τανύω, πτερόν), αυτός που έχει ανοιγμένα φτερά, μακριές πτέρυγες, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνῠσίπτερος: Hom., HH, Hes., Arph. = τανύπτερος.

Middle Liddell

τᾰνῠσί-πτερος, ον, τανύω, πτερόν
with extended wings, long-winged, Od., Hes., Ar.