τιμητεία

From LSJ
Revision as of 14:50, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιμητεία Medium diacritics: τιμητεία Low diacritics: τιμητεία Capitals: ΤΙΜΗΤΕΙΑ
Transliteration A: timēteía Transliteration B: timēteia Transliteration C: timiteia Beta Code: timhtei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A censorship, Lat.censura, Plu.Cat.Ma.16, Aem.38, D.C.41.14.

German (Pape)

[Seite 1115] ἡ, das Amt und die Würde des Censors, Plut. Cat. mai. 16; Aemil. P. 38 steht τιμητία.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμητεία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ τιμητοῦ, Λατ. censura, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 16, κλπ.· ὡσαύτως τιμητία, ἡ, ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 38, δίς, τὴν διὰ τοῦ ι γραφὴν ἐπηνώρθωσεν ὁ Κοραῆς παρὰ Πλουτ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
à Rome censure, charge de censeur.
Étymologie: τιμητής.

Greek Monolingual

η, ΝΑ τιμητεύω
(στην αρχ. Ρώμη) η θητεία, το αξίωμα και η εξουσία του τιμητού, του Ρωμαίου κήνσορα («τῆς δ' ὑπατείας κατόπιν ἔτεσι δέκα τιμητείαν ὁ Κάτων παρήγγειλε», Πλούτ.).

Greek Monotonic

τῑμητεία: ή τῑμητία (τιμητής II), ἡ, το αξίωμα του τιμητή, Λατ. censura, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

τῑμητεία: ἡ (лат. censura) пост цензора (в Риме) Plut.

Middle Liddell

τιμητής II]
the censorship, Lat. censura, Plut.

English (Woodhouse)

Roman magistracy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)