Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυφλόστομος

From LSJ
Revision as of 14:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυφλόστομος Medium diacritics: τυφλόστομος Low diacritics: τυφλόστομος Capitals: ΤΥΦΛΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: typhlóstomos Transliteration B: typhlostomos Transliteration C: tyflostomos Beta Code: tuflo/stomos

English (LSJ)

ον,

   A with blind mouth, of rivers, Str.4.1.8; cf. τυφλός 11.2.

Greek (Liddell-Scott)

τυφλόστομος: -ον, ὁ ἔχων τυφλὸν στόμιον, πεφραγμένον, ἐπὶ ποταμῶν, Στράβ. 183· πρβλ. τυφλὸς ΙΙ. 2· τυφλοστόματα Νείλου Εὐστ. εἰς Ἰλ. σ. 160, 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont l’embouchure est obstruée.
Étymologie: τυφλός, στόμα.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ποταμό) αυτός του οποίου το στόμιο είναι φραγμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος].

Greek Monotonic

τυφλόστομος: -ον, αυτός που έχει «τυφλό» στόμιο, φραγμένο, λέγεται για ποταμούς, σε Στράβ.

Middle Liddell

τυφλό-στομος, ον,
with blind mouth, of rivers, Strab.