φιλομεμφής

From LSJ
Revision as of 14:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλομεμφής Medium diacritics: φιλομεμφής Low diacritics: φιλομεμφής Capitals: ΦΙΛΟΜΕΜΦΗΣ
Transliteration A: philomemphḗs Transliteration B: philomemphēs Transliteration C: filomemfis Beta Code: filomemfh/s

English (LSJ)

ές,

   A fond of finding fault, censorious, Democr.109, Plu.2.707a:—irreg. Sup. φιλομεμφότατος Id.Comp.Cim.Luc.1.

German (Pape)

[Seite 1282] ές, tadelsüchtig, mißvergnügt, Plut.; dazu der unregelmäßige superl. φιλομεμφότατος, wie von φιλόμεμφος, Plut. compar. Cimon. 1.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλομεμφής: -ές, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, νὰ ψέγῃ, νὰ ἐπιτιμᾷ, Πλούτ. 2. 707Α· ― τὸ ὑπερθ. φιλομεμφότατος ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. ἐν Κίμωνος καὶ Λουκούλλου συγκρίσει 1, πιθανῶς ἡμαρτημένως ἀντὶ -έστατος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime à faire des reproches, grondeur.
Étymologie: φίλος, μέμφομαι.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που του αρέσει να μέμφεται, να ψέγει, να επιτιμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μεμφής (< μέμφομαι «κατηγορώ»), πρβλ. ἑτοιμο-μεμφής].

Russian (Dvoretsky)

φιλομεμφής: (superl. φιλομεμφότατος) любящий порицать, придирчивый Plut.