φρενογηθής

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενογηθής Medium diacritics: φρενογηθής Low diacritics: φρενογηθής Capitals: ΦΡΕΝΟΓΗΘΗΣ
Transliteration A: phrenogēthḗs Transliteration B: phrenogēthēs Transliteration C: frenogithis Beta Code: frenoghqh/s

English (LSJ)

ές,

   A heart-gladdening, AP9.525.22.

German (Pape)

[Seite 1304] ές, frohes Herzens, das Herz erfreuend, so heißt Apollo in einem Hymn. (IX, 525).

Greek (Liddell-Scott)

φρενογηθής: -ές, ὁ ἐμποιῶν χαρὰν εἰς τὰς φρένας, Ἀνθ. Π. 9. 525, 22.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui réjouit le cœur.
Étymologie: φρήν, γηθέω.

Spanish

que alegra el corazón

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που προκαλεί χαρά, ευφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -γηθής (< γῆθος < γηθέω «χαίρομαι»), πρβλ. πολυ-γηθής, πλουτο-γᾱθής].

Greek Monotonic

φρενογηθής: -ές (γηθέω), αυτός που φέρνει χαρά στο μυαλό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φρενογηθής: веселящий душу, проливающий радость (Ἀπόλλων Anth.).

Middle Liddell

φρενο-γηθής, ές γηθέω
heart-gladdening, Anth.