χασμώδης
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
ες,
A always yawning, D.L.4.32; τὸ χ. listlessness, Plu.2.92d. II τὸ χ. τῶν φωνηέντων hiatus, A.D.Pron.50.11.
German (Pape)
[Seite 1340] ες, immer oder gewöhnlich gähnend, schläfrig, träge; D. L. 4, 32; Plut. de cap. ex host. ut. g. E.
Greek (Liddell-Scott)
χασμώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἀεὶ χασμώμενος, ὑπνώδης, ὃν καὶ ἔσκωψε νωθρὸν ὄντα καὶ χασμώδη Διογ. Λ. 4. 32· τὸ χασμῶδες καὶ ῥᾴθυμον, τὸ ἀπρόθυμον, ἐνδοιαστικόν, Πλούτ. 2. 92C.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
sujet aux bâillements ; somnolent, nonchalant;
τὸ χασμῶδες PLUT la nonchalance.
Étymologie: χάσμη, -ωδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α χάσμη
1. αυτός που χασμουριέται διαρκώς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χασμῶδες
α) συνεχές χασμουρητό
β) διαρκής νωθρότητα
3. φρ. «τὸ χασμῶδες τῶν φωνηέντων»
γραμμ. χασμωδία (Απολλ. Δύσκ.).
Russian (Dvoretsky)
χασμώδης: постоянно зевающий, сонливый, вялый Diog. L.