ψάρος
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
or ψᾶρος, ὁ,
A = ψάρ, Arist.HA617b26; gen. pl. ψάρων Gal. 6.435.
German (Pape)
[Seite 1391] ὁ, = Vor.; Arist. H. A. 9, 26; s. Jacobs Ael. H. A. 16, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ψάρος: ἢ ψᾶρος, ὁ, = ψάρ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 26.
Greek Monolingual
ή ψᾱρος, ὁ, Α
1. το πτηνό ψαρ
2. είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. θεματικός τ. του ψάρ].
Russian (Dvoretsky)
ψάρος: и ψᾰρος ὁ Arst. = ψάρ.