ἀνευφημέω
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
A shout εὐφήμει or εὐφημεῖτε: hence, as this was mainly done on sorrowful occasions, cry aloud, shriek, ἅπας δ' ἀνηυφήμησεν (so Brunck for ἀνευφώνησεν) οἰμωγῇ λεώς S.Tr.783, cf. E.Or.1335, Pl.Phd.60a. 2 proclaim, c. acc. et inf., Alex.Aphr. in Metaph. 767.30, cf. Simp.in Ph.1360.20: c. dupl. acc., Dam.Pr.58. II later, receive or honour with auspicious cries, τινὰ ὡς εὐεργέτην J.BJ 4.2.5, cf. 2.21.4, Hdn.6.4.1.
German (Pape)
[Seite 227] laut den Ruf εὐφήμει erheben, was in der Regel bei traurigen Veranlassungen stattfindet; dah. für aufjammern, ein Klagegeschrei erheben, Soph. Tr. 788; Eur. Or. 1320; vgl. Plat. Phaed. 60 a; Ael. V. H. 12, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνευφημέω: ἀνακράζω, εὐφήμει ἢ εὐφημεῖτε: ἐπειδὴ δὲ τοῦτο ἐγίνετο ἐν λυπηραῖς περιστάσεσιν, κατήντησε νὰ σημαίνῃ: ἀνακραυγάζω, γοερῶς φωνάζω, «ξεφωνίζω», ἅπας δ’ ἀνηυφήμησεν οἰμωγῇ λαὸς Σοφ. Τρ. 783, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1335. Πλάτ. Φαίδωνα 60Α. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ὑποδέχομαί τινα ἢ τιμῶ δι’ ἐπευφημιῶν ἢ ἐπαίνων, τινὰ ὡς εὐεργέτην Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 42. 5, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pousser le cri « εὐφήμει », càd, par euphémisme, pousser un cri de douleur ou d’horreur.
Étymologie: ἀνά, εὐφημέω.
Spanish (DGE)
I dar gritos infaustos o de dolor, ἅπας δ' ἀνηυφήμησεν οἰμωγῇ λεώς S.Tr.783, ἐπ' ἀξίοισι ... ἀνευφημεῖ δόμος E.Or.1335, cf. Pl.Phd.60a (las citas de E. y Pl. tal vez deban entenderse como un uso catacréstico de II 1 a partir del ejemplo de S.), οἰμωγὴ τῆς Θέτιδος ... ἀνευφημούσης Philostr.Her.19.12, ἀνευφημήσει· ἀνοιμώξει, κατὰ ἀντίφρασιν Hsch.
II 1aclamar (αὐτόν) ἀνευφήμουν ὡς εὐεργέτην I.BI 4.113, cf. 2.608, Hdn.6.4.1, Procl.in Cra.61.23
•entonar τὸν ὑμέναιον X.Eph.3.6.1
•abs. prorrumpir en aclamaciones ἀνευφήμησε τῶν ἀκροατῶν ὁ σύλλογος Zach.Mit.Opif.M.85.1117B, cf. Sm.Ps.62.8.
2 proclamar, afirmar ἐν αὐτῇ γὰρ εἶναι τὸ μέγα καὶ μικρὸν ἀνευφήμουν Alex.Aphr.in Metaph.767.30, ἓν ὂν ἀνευφημήσας Dam.Pr.58, τὸν λόγον θεοῦ Eus.PE 7.12.4.
Greek Monotonic
ἀνευφημέω: μέλ. -ήσω, φωνάζω, εὐφήμει ή εὐφημεῖτε· καθώς αυτό γινόταν κυρίως σε λυπηρές περιστάσεις, φωνάζω δυνατά, θρηνώ, κλαίω γοερώς, κραυγάζω, σε Ευρ. κ.λπ.· ἀνηύφημησεν οἰμωγῇ, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνευφημέω: восклицать «εὐφήμει!», т. е. поднимать жалобный вопль, горестно вопить Soph., Eur., Plat.
Middle Liddell
to shout εὐφήμει or εὐφημεῖτε: as this was mainly done on sorrowful occasions, to cry aloud, shriek, Eur., etc.; ἀνευφήμησεν οἰμωγῆι Soph.