ἀντιπολιτεία
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ἡ,
A political opposition, τινὶ πρός τινα Plb.20.5.5, cf. Plu.Caes.11. II in pl., opposite parties, Plb.11.25.5.
German (Pape)
[Seite 259] ἡ, entgegengesetzte Ansicht über Staatsverfassung, Pol. 20, 5; entgegengesetzte Partei im Staate, 11, 25; Plut. Caes. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπολῑτεία: ἡ, ἀντιπολίτευσις, διὸ καὶ μεγάλην ἀντιπολιτείαν εἶναι συνέβαινε τούτοις πρὸς τοὺς περὶ τὸν ... Πολύβ. 20. 5, 5. ΙΙ. κατὰ πληθ., ἀντιμαχόμεναι φατρίαι, ὁ αὐτ. 11. 25, 5.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 oposición política πρὸς Πομπήϊον Plu.Caes.11, cf. Plb.20.5.5, IG 10(2).255.8, 15.
2 plu. partidos opuestos ἀ. καὶ στάσεις Plb.11.25.5.
Greek Monolingual
ἀντιπολιτεία, η (Α)
1. πολιτική αντίθεση, αντιπολίτευση
2. στον πληθ. αἱ ἀντιπολιτεῑαι
αντιμαχόμενες παρατάξεις, φατρίες.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπολῑτεία: ἡ
1) противоположная или враждебная политическая программа или деятельность Polyb., Plut.;
2) pl. политические партии Polyb.