ἀποινόδικος
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
ον,
A exacting penalty, atoning, δίκαι E.HF888.
German (Pape)
[Seite 304] (δίκη), Rache verhängend, δίκαι Eur. Herc. fur. 889, Pflugk will ἀπόδικος lesen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποινόδῐκος: -ον, ὁ ποινὴν ἐπιβάλλων, τιμωρῶν, δίκαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 888.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui venge justement.
Étymologie: ἄποινα, δίκη.
Spanish (DGE)
(ἀποινόδῐκος) -ον que exige rescate δίκαι E.HF 889 (cód.).
Greek Monolingual
ἀποινόδικος, -ον (Α)
αυτός που επιβάλλει ποινή, ο τιμωρός.
Greek Monotonic
ἀποινόδῐκος: -ον, αυτός που επιβάλλει ποινή, που τιμωρεί, που κολάζει, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποινόδῐκος: несущий возмездие, карающий (δίκαι Eur.).