ἀποσκάπτω
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
fut. Pass.
A -σκᾰφήσομαι Polyaen.5.10.3:—cut off or intercept by trenches, X.An.2.4.4. II strengthd. for σκάπτω, Pl. Lg.760e.
German (Pape)
[Seite 324] abgraben, καὶ ταφρεύω Plat. Legg. VI, 760 e, mit einem Graben den Weg versperren; Xen. An. 2, 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκάπτω: μέλλ. -ψω, σκάπτω τάφρον, ἴσως δέ που ἢ ἀποσκάπτει τι ἢ ἀποτειχίζει ὡς ἄπορος ᾖ (ἢ εἴη) ἡ ὁδὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 4. ΙΙ. ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ σκάπτω, Πλάτ. Νόμ. 760Ε.
French (Bailly abrégé)
couper une route par une tranchée.
Étymologie: ἀπό, σκάπτω.
Spanish (DGE)
1 excavar, cavar zanjas ἐργάταις ἀποσκάψασι a los obreros cavadores, IG 11(2).287A.121 (Delos III a.C.)
•en agr. excavar, cavar τὰ περὶ τὴν ῥίζαν Gp.5.35.2.
2 para defensa cavar trincheras ταφρεύοντάς τε ὅσα ἂν τούτου δέῃ καὶ ἀποσκάπτοντας Pl.Lg.760e, esp. los pasos y caminos para cortarlos, X.An.2.4.4, Polyaen.5.10.3, τὰ στενόπορα D.C.49.28.3.
Greek Monolingual
κ. -σκάβω κ. -σκάφτω (AM ἀποσκάπτω)
νεοελλ.
τελειώνω το σκάψιμο
αρχ.-μσν.
σκάβω
αρχ.
αποκλείω σκάβοντας τάφρο.
Greek Monotonic
ἀποσκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω τάφρο, διαχωρίζω με τάφρους, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκάπτω:
1) копать, перекапывать (ταφρεύειν καὶ ἀ. Plat.);
2) окружать окопами, окапывать (ἀ. ἢ ἀποτειχίζειν Xen.).
Middle Liddell
to intercept by trenches, Xen.