ἀπροσεξία

Revision as of 15:31, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A want of attention, Arr.Epict. 4.12.5, Sext.Sent.280a, etc.

German (Pape)

[Seite 339] ἡ, Unaufmerksamkeit, Arr. Epict. 4, 12 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροσεξία: ἡ, «ὀλιγωρία, ῥαθυμία, παρὰ τῷ μὴ προσέχειν ἑαυτῷ ἢ τοῖς πρακτέοις» Ἡσύχ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 12, 5, Ὠριγέν. καὶ ἄλλοι.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
negligencia, indolencia ἄλλο δέ τι τῶν μικροτέρων ἔργων ὑπὸ ἀπροσεξίας ἐπιτελεῖται κρεῖσσον; ¿y alguna otra de las más menudas acciones, desatendida, se realiza mejor? Arr.Epict.4.12.6, ὅσα παρ' ἰδίαν ἀπροσεξίαν ... ἀπέπτωκε τοῦ θεοῦ Origenes Cels.7.69, ἐξ ἀπροσεξίας Origenes Or.29.13, Synes.Ep.41(p.61), ἄμετρος γέλως σημεῖον ἀπροσεξίας Sext.Sent.280a, δι' ἀκρασίαν καὶ τὴν ... ἀπροσεξίαν Basil.M.29.240B, cf. Eus.PE 7.10.10, Mac.Aeg.Serm.B 2.1.2, ἀπροσεξία· ῥαθυμία EM 133.15G.

Greek Monolingual

η (AM ἀπροσεξία) απρόσεκτος
1. έλλειψη προσοχής, αφηρημάδα
2. απερισκεψία
νεοελλ.
το σφάλμα που προκύπτει από την έλλειψη προσοχής.