ἄξος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ὁ, Cret.,
A = ἀγμός, St.Byz. s.v. Ὄαξος. B Maced. word for ὕλη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 271] ὁ, kretisch = ἀγμός, Wessel. Her. 4, 154.
Greek (Liddell-Scott)
ἄξος: ὁ, Κρητική λέξις ἀντὶ ἀγμός, Στέφ. Βυζ., πρβλ. Wessel. ἐν Ἡρόδ. 4. 154. Ι. «ἄξος· ὕλη παρὰ Μακεδόσιν» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
lieu escarpé ou abrupt.
Étymologie: mot crétois c. ἀγμός, de ἄγνυμι.
2= ὕλη.
Étymologie: mot macédonien.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ cret. acantilado, risco St.Byz.s.u. Ὀαξός.
-ου, ὁ maced. ὕλη Hsch.