ἐπικαταπλάσσω
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
English (LSJ)
A put on a plaster as well, Hp.Fract.25.
German (Pape)
[Seite 946] (s. πλάσσω), mit einem Pflaster belegen, Hippocr.
Greek Monolingual
ἐπικαταπλάσσω (Α) επιθέτω επί πλέον έμπλαστρο, βάζω και κατάπλασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταπλάσσω «καλύπτω με κάτι»].