ἐπιπλοκήλη
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ἡ,
A omental hernia, hernia of the omentum, Gal.7.36:—hence ἐπιπλοκηλικός, ὁ, one who suffers from hernia of the omentum, Id.14.789.
German (Pape)
[Seite 970] ἡ, Netzbruch, Gal.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπλοκήλη: ἡ, (ἐπίπλοον, κήλη) «ἐπιπλοκήλη ἐστὶν ὀλίσθησις ἐπίπλου κατὰ τὸ μέρος τοῦ ὀσχέου», κοινῶς «σπάσιμον», Γαλην. 19. 448. 10· ἐντεῦθεν ἐπιπλοκηλικός, ὁ, ὁ ἔχων τοιοῦτον πάθημα, ὁ αὐτ. ἐν τ. 2. σ. 396Ε.
Greek Monolingual
η (Α ἐπιπλοκήλη)
ιατρ. μορφή κήλης που χαρακτηρίζεται από την πτώση του επίπλου μέσα στον κηλικό σάκο.