ἐπιχαριεντίζομαι

From LSJ
Revision as of 12:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχαριεντίζομαι Medium diacritics: ἐπιχαριεντίζομαι Low diacritics: επιχαριεντίζομαι Capitals: ΕΠΙΧΑΡΙΕΝΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: epicharientízomai Transliteration B: epicharientizomai Transliteration C: epicharientizomai Beta Code: e)pixarienti/zomai

English (LSJ)

   A quote as a good joke, Luc.Symp.12.

German (Pape)

[Seite 1002] dabei scherzen, Luc. Symp. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχᾰριεντίζομαι: Ἀποθ., ἐπιλέγω τι χαριεντιζόμενος, Λουκ. Συμπ. ἢ Λαπίθ. 12.

French (Bailly abrégé)

badiner agréablement.
Étymologie: ἐπί, χαριεντίζομαι.

Greek Monolingual

ἐπιχαριεντίζομαι (Α)
σημειώνω κάτι ή αναφέρω ως παραπομπή κάτι για αστείο.

Greek Monotonic

ἐπιχᾰριεντίζομαι: αποθ., μνημονεύω κάτι αστειευόμενος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχᾰριεντίζομαι: балагурить, шутить Luc.

Middle Liddell


Dep. to quote as a good joke, Luc.