ἡγήτωρ
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
(Dor. ἁγ- Ibyc.Oxy.2081 (
A f) Fr.4), ορος, ὁ, leader, commander, chief, Τρώων, φυλάκων, Il.3.153, 10.181; ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες chiefs in war and leaders in council, 2.79, etc.; ἡ. ὀνείρων, of Hermes, h.Merc. 14. II title of chief priest of Aphrodite in Cyprus, BMus.Inscr. 975.10 (Amathus), cf. Hsch. s.v. ἀγήτωρ.
German (Pape)
[Seite 1152] ορος, ὁ, = ἡγητήρ, Anführer, Heerführer; Τρώων Il. 3, 153; φυλάκων 10, 181; Πυλίων ἡγήτορες ἄνδρες 11, 687; oft ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες verb., die Ersten im Felde u. im Rathe. Auch bei K. S., ἡγήτορες ἐκκλησιῶν, Bischöfe.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγήτωρ: -ορος, ὁ, ἀρχηγός, ἄρχων, διοικητής, Τρώων, φυλάκων Ἰλ. Γ. 153, Κ. 181· ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, ἀρχηγοὶ ἐν πολέμῳ καὶ πρῶτοι ἐν βουλῇ, Β. 79, κτλ.· ἡγ. ὀνείρων, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὅμ. εἰς Ἑρμ. 14.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
chef, qui préside à, gén..
Étymologie: ἡγέομαι.
English (Autenrieth)
ορος (ἡγέομαι): leader, chief; freq. ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, w. ἄνδρες, Il. 16.495.
Greek Monotonic
ἡγήτωρ: -ορος, ὁ, αρχηγός, διοικητής, οδηγός, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἡγήτωρ: дор. ἁγήτωρ, ορος ὁ
1) предводитель, начальник (Τρώων, φυλάκων Hom.);
2) проводник: ἡ. ὀνείρων HH навевающий сны (т. е. Гермес);
3) вождь, наставник (эпитет Зевса у спартанцев Xen. и Аполлона Eur.).