ἡμίγυμνος

From LSJ
Revision as of 16:06, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίγυμνος Medium diacritics: ἡμίγυμνος Low diacritics: ημίγυμνος Capitals: ΗΜΙΓΥΜΝΟΣ
Transliteration A: hēmígymnos Transliteration B: hēmigymnos Transliteration C: imigymnos Beta Code: h(mi/gumnos

English (LSJ)

ον,

   A half-naked, Luc.DMar.14.3, Arr.Ind.24.8.

German (Pape)

[Seite 1167] halb nackt, Luc. D. Mar. 14, 3 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίγυμνος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ γυμνός, Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 14. 3, Ἀρριαν. Ἰνδ. 24. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié nu.
Étymologie: ἡμι-, γυμνός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίγυμνος, -ον)
ο εν μέρει γυμνός, μισόγυμνος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ημίγυμνο
η κατάσταση του ημίγυμνου.

Greek Monotonic

ἡμίγυμνος: -ον, μισοντυμένος, ημίγυμνος, σε Λουκ.· ομοίως, ἡμιγύναιος, -ον, σε Σουΐδ.· ἡμίγυνος, -ον, σε Συνέσ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίγῠμνος: полунагой Luc., Plut.

Middle Liddell

ἡμί-γυμνος, ον
half-naked, Luc.: so ἡμι-γύναιος, ον, Suid.; ἡμίγυνος, ον, Synes.