ἡσυχοποιός
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
A silentiarius, Gloss.
Greek Monolingual
ἡσυχοποιός, ό (Α)
ο σιλεντιάριος, ο επιστάτης που επέβαλλε την ησυχία και γενικά επέβλεπε την τήρηση της εθιμοτυπίας στη βυζαντινή αυλή ή σε μοναστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. θορυβο-ποιός, κακο-ποιός.