ἡσυχοποιός

From LSJ
Revision as of 16:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡσῠχοποιός Medium diacritics: ἡσυχοποιός Low diacritics: ησυχοποιός Capitals: ΗΣΥΧΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: hēsychopoiós Transliteration B: hēsychopoios Transliteration C: isychopoios Beta Code: h(suxopoio/s

English (LSJ)

   A silentiarius, Gloss.

Greek Monolingual

ἡσυχοποιός, ό (Α)
ο σιλεντιάριος, ο επιστάτης που επέβαλλε την ησυχία και γενικά επέβλεπε την τήρηση της εθιμοτυπίας στη βυζαντινή αυλή ή σε μοναστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. θορυβο-ποιός, κακο-ποιός.