ἡστός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, = foreg., Simp.
A in de An.266.25, al., Hsch., Suid.
German (Pape)
[Seite 1178] adj. verb. zu ἥδομαι, erfreu't, vergnügt, VLL. ἡδύ.
Greek (Liddell-Scott)
ἡστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ ἥδομαι, ἡδύς, εὐχάριστος, Σουΐδ., Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡστός, -ή, -όν (Α)
ηδονικός, ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ησ- (του ήδομαι, πρβλ. ησ-θήσομαι) + κατάλ. -τος].