ἱμαντελικτής
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (ἑλίσσω)
A pricker of tapes (cf. foreg.): metaph., 'thimble-rigger', of sophists, Democr.150.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντελικτής: ὁ, (ἑλίσσω) ὁ συστρέφων σχοινία· μεταφ., δύσκολος σοφιστὴς ἀκανθώδη προβάλλων ζητήματα, Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 614Ε· ἡ ὀνομαστ. ἱμαντελικτέες ἐν Κλήμ. Ἀλ. 328, πιθανῶς προέκυψεν ἐκ παρανοήσεως τῆς Ἰων. γεν. πληθ. -εων παρὰ Δημοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui enroule des cordes, càd qui fait des raisonnements embrouillés.
Étymologie: ἱμάς, ἑλίσσω.
Greek Monolingual
ἱμαντελικτής, ὁ (Α)
1. αυτός που στρέφει, που γυρίζει σχοινιά
2. (για τους σοφιστές) αυτός που παρουσιάζει προβλήματα με δύσκολη λύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + ελικτής (< ἑλίσσω)].