ὀρθόδοξος

From LSJ
Revision as of 13:39, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόδοξος Medium diacritics: ὀρθόδοξος Low diacritics: ορθόδοξος Capitals: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
Transliteration A: orthódoxos Transliteration B: orthodoxos Transliteration C: orthodoksos Beta Code: o)rqo/docos

English (LSJ)

ον,

   A orthodox in religion, Cod.Just.1.5.21, al., MAMA1.290 (Phrygia).

German (Pape)

[Seite 374] recht meinend, die richtige Meinung habend, Sp., bes. K. S., rechtgläubig.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀρθόδοξος, -ον)
1. αυτός που έχει ορθή θρησκευτική πίστη, αυτός που ακολουθεί το ορθό θρησκευτικό δόγμα
2. αυτός που έχει ορθή δοξασία, ορθή γνώμη, που ορθοφρονεί
3. (ως επίθ. και ως ουσ.) ο χριστιανός που ασπάζεται τα δόγματα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας
νεοελλ.
μτφ. αυτός που ασπάζεται πιστά και απαρέγκλιτα τις αρχές ενός πολιτικού δόγματος («είναι ορθόδοξος κομμουνιστής»)
νεοελλ.-μσν.
φρ. α) «Ορθόδοξη Εκκλησία» ή «Ορθόδοξος Εκκλησία» — η Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία, σε αντιδιαστολή προς τη Δυτική και τις άλλες μη ορθόδοξες Εκκλησίες
β) «ορθόδοξο(ν) δόγμα» — το δόγμα που πρεσβεύεται από την Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία.
επίρρ...
ορθοδόξως και ορθόδοξαὀρθοδόξως)
με ορθόδοξο τρόπο. '
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -δοξος (< δόξα «γνώμη»), πρβλ. πολύ-δοξος].

Greek Monotonic

ὀρθόδοξος: -ον (δόξα), σωστός στη γνώμη του.

Middle Liddell

ὀρθό-δοξος, ον, δόξα
right in opinion.